Ⓐφοβία Ο λευτερος φτύνει την εξουσία στα μούτρα

ο λεύτερος φτύνει την εξουσία σας 

στα μούτρα 

δεν μπορείς να αναλύσεις τον αγωνα τον χαμο και την στιγμή του χαοτικού μηδεν όταν δεν έχεις ζήσει τρομακτικά τα δέκα βήματα •

σε δέκα βήματα εσωτερικού εκφοβισμού 

σε δέκα βήματα κενού 

σε δέκα βήματα κελι τετραγωνικά χρωστούμενα  ψελλισμα και λυγμος 

δεν σου επιτρέπεται να αναλύεις τον χαμο όταν σου κλέβει την μίλια

ουλή από γυαλιά 

σακάτης χρόνος καταπινει 

περγαμηνές ασφάλτου 

εξίσωση ληθης, αρνησιάς λευτεριάς στο στόμα στο στέρνο 

σε δέκα βήματα λίγο πριν μιας ζωης 

σε δέκα βήματα πριν την αντίστροφη μέτρηση στην ελευθερη πτώση της εσωτερικής σου εξέγερσης

Αφοβία

ξε-πνοή στις δέκα ανάσες την δυσκαταποσιας του σάλιου, πνιγμονή μα να φτύνει ο λεύτερος την εξουσία σας στα μούτρα 

δεν σου επιτρέπεται να μιλας, ροπή απουσίας εαυτού και όλο σου το είναι γίνεται σύνθημα στον δρόμο

μετράς φαντασματα στα κάγκελα συρματοπλέγματα  

ξες τι θόρυβο κάνει όταν η εξουσία τους σβήνει μέσα στα κύτταρα σου

Αιμοπετάλια γεμάτα φωτιές

ήχος καμμένης γης και γίνεσαι για πάντα αυτός ο λεύτερος.

violetas y apatía

Γέμισε η πόλη κήπους ερειπιων, στενά λεπρών,  γωνιές που ρήμαξαν χαρές,
σκουπίδια αποφάγια της  εποχής και η ζωη αδύναμη σε κλειστά παράθυρα περιφέρεται
καταπίνοντας φόβους συναρμολογοντας φωτιές στο ικριωμα που τρέμει το
φυλοκάρδι μιας πεταλούδας
εκεί που ανασαίνει το
εξεγερμένο χαδι ενός τρελού
ανοίγοντας το στόμα ουρλιάζοντας γκρεμούς  σπάζοντας τα πέτρινα ντουβάρια των ανθρώπων, καίγοντας κελιά ναυαγισμένα
κορδόνια λυμένα
να τα δέσω θα θελα στο λαιμό του κόσμου, δεσμά στα δαντελωτα σαγόνια του θεριού
ξέχασα το μάτι της κουζίνας αναμμένο
θυμήθηκα πως ο κόσμος ξέχασε να καίγεται
με αλκοόλ στο μπαλκόνι δεν θα θυμηθούμε δεν θα ξεχάσουμε μονάχα θα αδιαφορήσουμε
ο κόσμος ξέχασε να καίγεται
στη τζούρα που κατεβάζω βιαστικά μέσα μου και στροβιλίζονται όλα στο σχήμα της σκιάς μου
ακαθόριστα ανυπάκουα σιωπηλά
κανένα ξέσπασμα και οι κυψελίδες αδειάζουν σχεδόν με έναν γαμημένο λυρισμό
βιολέτες και απάθεια

8sec

κηδειόχαρτο τέλη Απρίλη με κονιάκ θρυμματισμένων άστρων
λικέρ πασχαλιάς με μουρμουρητό στο μπαλκόνι
φτύσε τον κόρφο σου
ελίσσονται οι άνθρωποι σε αυλές, αυλικούς, παρτέρια , έρωτες
και ολα τα κάνουν ποιήματα
αυτοαναφλεξη
ξεπλένω το φλυτζάνι θυμήθηκα εκείνα που δεν άντεχα
στο χαμό τον δικο μου
τον δικο σου και άλλων τόσων
που σώπασαν
μη σπάσουν και άλλα ποιήματα ορκίστηκα
δεν θα πω λέξη μη προδοθω
έχει πιάσει η αϋπνία μου τις ώρες του μη χρόνου σε εκείνο το εσωτερικό σκότωμα ανασαίνοντας το τσάκισμα της επιστροφής στην αθωότητα
δεν υπάρχει κανένα ηλιοβασίλεμα μονάχα ναρκοπέδιο στο βλέμμα μου σαν να ήταν βλέμμα μου στο χάδι μου σαν να ήταν χάδι μου και περπατάω ξυπόλυτη έτοιμη να γίνω μακελειό σε ένα σκουριασμένο σαξόφωνο σε ένα ανοιχτό παράθυρο σε μια ρημαγμένη πρόφαση,
στα ποσά βήματα θα σαλτάρει η παράνοια στην πραγματικότητα και κάθε 8 λεπτά μετράω αντίστροφα να πιάσω το άπειρο
ξεχνάω το μέτρημα, δεν με νοιάζει το μέτρημα, και ψέλλισμα ξανά αντίστροφα μέχρι να ματώσει η γλώσσα μου να μη μπορώ να θυμηθώ,
να πω κρυώνω πληγώνοντας τα πλακάκια 
δαγκώνοντας τα γόνατα μου χωρίς καμία ερώτηση χωρίς καμία απάντηση χαϊδεύοντας το τρέμουλο της φλέβας στον κρόταφο την ώρα που σκάει στα γέλια μια ματαιότητα.

*ΥΣΤ Δεκαπέντε  40αρια τσουβάλια χώμα λες και έχω να θάψω κανένα πτώμα στην αυλή ξέρω εγώ

στους πνεύμονές μας  φυτρώνουν άνθρωποι,
αναπνέουμε σου λέω μέχρι να
επιστρέψουμε την νύχτα στον εαυτό μας ξένοι

δεν σκαρφαλώνεις μέσα μου
έρχεται ο φόβος σου ανυπότακτα,
μας ματώνει τα σαγόνια,

κοινωνείς ευλαβικά
στην ηλεκτρική καρέκλα της εποχής σου, ζωής σου

δίχως
ξεσπάσματα ακολουθώντας την καθημερινή διαδρομή

θα θελα εκείνη που ακολουθεί η βροχή στο πρόσωπο σου φτιάχνοντας μήτρες άνοιξης με γιασεμιά

μείνε όμορφη σαν αφοβία
με την απλότητα που ξεσκίζει το τέχνασμα που κρύβεις στα βλέφαρα

στην ησυχία μιας βραδιάς θα θυμηθεί το σώμα την προσευχή του ποιητή που μεγαλώνει μόνο σαν σπάσει,

αναπνέουν τα πτώματα στα παραπετάσματα,
αν θες ξαναδοκίμασε
με σιγαστήρες

When people run in circles it's a very very
Mad world, mad world

Μάρτης-20-β

Στριφογύρισμα
γύρω από τους δαίμονες, κερνάω, δάγκωσε,
κυψελίδες με φως

το κρυμμένο μας εγώ να σφίγγει την θηλιά
είπε και ματωσε το βλέμμα
αναρρίχηση της διαφυγής σε ό,τι αέρα έμεινε μέσα στα πνευμόνια
δυσνόητος στίχος
και μπερδεύω φωνήεντα
κουμπιάζει η ανάσα
γέρνουν οι ώμοι στη σκιά που δεν αναγνωρίζεται
νόθο αποτύπωμα

σε εκείνο που μου μοιάζει, που σου έμοιαζε, ένοιαζε...

τρώμε τις σάρκες μας, τις σάρκες των άλλων,
χαρακώματα της φαντασίας μας κλειδωμένοι στη μιζέρια εαυτού,
στα περιττώματα της εγωπάθειας

ξέρω τον θεό σου• το κενό σου
μια ελεύθερη πτώση,
ο εαυτός σου...

Μάρτης του είκοσι

δεν ανταλλάσσει βλέμμα ο καιρός με κανέναν
αθωώνεται η στιγμή μιας μεγάλης ησυχίας στο επόμενο φευγιό σε κάποιο λιμάνι, μακελεύοντας γενναιόψυχα τον κομπο στον λαιμό μιας ήττας
παραχωρώντας πίστωση μιας γελασμένης μνήμης σε ένα μοτίβο του Καντινσκι μας κοίταξα,
λιθοβολισμός με χρώμα μαβί στο ηλιοβασίλεμα που χάθηκε
σε μια χούφτα βιολέτες
ημέρεψα,
έβγαλε ο φωταγωγός ανάσες και στα πεζούλια κρεμάστηκαν ψυχές,
οι φίλοι θυμήθηκαν και ήπιαν δυο λησμονιές αίματα και μια υπόσχεση,
στο στενό παρακάτω κάποιος μετρούσε βήματα δίπλα σε μια σκιά και σε θυμήθηκα, με θυμήθηκα
σαν να μη ξέχασα

άφοβα

Είναι μέρες που τριγυρνάμε με το περίστροφο του Καρυωτάκη και ένα σύνδρομο γαμιόλας ματαιότητας.
Το τίποτα αλλάζει φωνήεν βαθαίνει,σιγή ασυρμάτου και εσωστρακισμός
γνέψιμο μηχανικά, όλα εδώ και εμείς  απουσιάζουμε χωρίς τεχνάσματα.
Αυτοπρσδιορισμός σε συνουσία μόνιμα με την ασάφεια με όλα τα "δεν'' που παράγει το σάλιο μας,
η άρνηση δεν είναι μόνο η πρόφαση μα μοιάζει με αλλόκοτη τύπισσα που ξερνάει ανθρώπους από μέσα της σε συνδρομο κατάκτησης.
Στις κλειδώσεις της εποχής μαζεύτηκε χειμώνας, οι άνθρωποι πεθαίνουν από εσωτερική ακατάσχετη αιμορραγία Παρατατικών
Άφοβα

Untitled 2020

ήθελα στους φάρους να αφήνανε ξεχασμένα ημερολόγια πλοίων,
ταξίδια ολόκληρα γραμμένα περιγράφοντας την φιλαρέσκη πόζα της θάλασσας,
απροσποίητη και αδιάκοπη με την εκρηκτική ειρωνεία του βυθού γεμάτος από την απέραντη θλίψη των ναυαγιων εκεί που ο χρόνος ξεγιελιέται και απαλλοτριώνεται, στα απολεσθέντα οι ημερολογιακές ιστορίες των  φυλακισμένων σκαριών στο καρνάγιο,
τα γράμματα των ναυτικών, όσα διαβάστηκαν και όσα δεν έφτασαν ποτέ, τις καρτ ποστάλ που νίκησαν τα ναυτικά μίλια και τις σιωπές των ξενιτεμένων, σημείο αναφοράς και  ομφάλιος λώρος της λήθης εκεί που οι ποιητές γυρνάνε φαντάσματα σε εκείνους που δεν τους περιμένουν,
αιώνιοι δραπέτες με κρεμασμένο θάνατο στο σβέρκο για άγκυρα

τυμβωρ(η)χος

5 °C έχει έξω για την ανάσα μου μη ρωτάς θερμοκρασία σε ό,τι ανασαίνω κοντά μουδιάζει
ο ουρανός πέφτει επάνω μου με όλο του το βάρος
ακολουθώ τις γραμμές στα πεζοδρόμια, διαβάζω την Σώτη ξ
στα αυτιά ζεμπεκικο του Τυμβωρυχου και θέλω να ματώσω τα γόνατα να χειροκροτώ τον ορίζοντα με την ανάσα στους -3
κρατιέμαι, το κεφάλι ψηλά με κρατάνε όρθια τα καλώδια στο στέρνο, να κάνω το γέλιο πυροτεχνουργό μόνο για τους φίλους
οι απώλειες μας πλάθουν τον χρόνο και έμενα μου τον ορίζει μια ξεχασμένη Σίκινος
όταν όλοι θα επιστρέφουν εμείς θα φεύγουμε στο χα πει
ζαρωμένοι ναυτικοί με άγκυρες στα μάτια στο στόμα λιγοστές κουβέντες
πνιγμένες αλήθειες ρυτιδιασμένες , χέρια σκληρά, βήμα βαρύ,
σημεία του χάρτη για μέτωπο και το χαμόγελο με απόσταση ποθητό, ξερό σαν στεριά που δεν την έχει λαβώσει ποτέ καμιά θάλασσα
το κέντρο βάρος του κόσμου είναι ό,τι δεν θα καταλάβουμε ποτέ
να σταματήσουμε να μας μετράμε
οι αποστάσεις μηδενίζονται οι απουσίες όχι
μέρες μηδενισμού δίχως επανεκκίνηση χρειάζεται να το αποφασίζουμε πριν πάρουμε ανάσα
μοιάζει γελοία στο τέλος η αφορμή
κρατάει η αναβλητικότητα της αυταπάτης και όλα μια άσκηση προσομοίωσης
ξεχνιέται η μέρα στον θόρυβο των βλεφάρων μπροστά σε μια καρτ ποστάλ
το εδώ κλεισμένο αεροστεγώς σε ένα δεν ξέρω τίποτα
καταπίνω φορμόλη να κρατήσω ζωντανά κύτταρα ενός αθόρυβου χαμόγελου
πόλεμος που γιγαντώνεται χαιδεύοντας στοικά τις ρίζες στη συρραφή μιας πτώσης
να σταματήσουμε να μας μετράμε
είναι σίγουρο πια ματώνουν οι άνθρωποι στις ησυχίες

PLT 11-11

Παραισθησιογόνος βροχή, λες και θα μπορούσε να ξεδιψα ο νεκρός εαυτός μας
έχω πληγώσει τα πλακάκια της κουζίνας με δώδεκα ανάσες ανά τρία δευτερόλεπτα
έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου από χρόνια σε χέρια ανθρώπων κλειδωνοντας με από εξω,

σώπα γιατί μέσα βρέχει,

το πιο δύσκολο που μου συμβαίνει τα  βλέμματα των ανθρώπων όταν παύουν να ορθώνουν ανάστημα
γλειφω μια ήττα στην κερκιδικη μου αγγίζω με την γλώσσα μου να αισθανθώ το αίμα μου αν κυκλοφορεί
κραυγαλέα ψευδαίσθηση του εαυτού μου •εαυτού σου•
εαυτού μας •
έχω ξεχαστεί σε εποχές και κρυώνω
το συναίσθημα μονοήμερη εκδρομή
σώπασε γιατί ο προδότης και ο προδομένος είναι ένα πρόσωπο με δύο κεφάλια
αγγίζω την ελιά που έχω στον κρόταφο ρουφάω καπνό και ανθιζω λήθη
καταπίνω το σάλιο μου, το ψέμα μου και κάτι θρυμματισμένα άστρα

Επισκέψεις

Αναγνώστες