τυμβωρ(η)χος

5 °C έχει έξω για την ανάσα μου μη ρωτάς θερμοκρασία σε ό,τι ανασαίνω κοντά μουδιάζει
ο ουρανός πέφτει επάνω μου με όλο του το βάρος
ακολουθώ τις γραμμές στα πεζοδρόμια, διαβάζω την Σώτη ξ
στα αυτιά ζεμπεκικο του Τυμβωρυχου και θέλω να ματώσω τα γόνατα να χειροκροτώ τον ορίζοντα με την ανάσα στους -3
κρατιέμαι, το κεφάλι ψηλά με κρατάνε όρθια τα καλώδια στο στέρνο, να κάνω το γέλιο πυροτεχνουργό μόνο για τους φίλους
οι απώλειες μας πλάθουν τον χρόνο και έμενα μου τον ορίζει μια ξεχασμένη Σίκινος
όταν όλοι θα επιστρέφουν εμείς θα φεύγουμε στο χα πει
ζαρωμένοι ναυτικοί με άγκυρες στα μάτια στο στόμα λιγοστές κουβέντες
πνιγμένες αλήθειες ρυτιδιασμένες , χέρια σκληρά, βήμα βαρύ,
σημεία του χάρτη για μέτωπο και το χαμόγελο με απόσταση ποθητό, ξερό σαν στεριά που δεν την έχει λαβώσει ποτέ καμιά θάλασσα
το κέντρο βάρος του κόσμου είναι ό,τι δεν θα καταλάβουμε ποτέ
να σταματήσουμε να μας μετράμε
οι αποστάσεις μηδενίζονται οι απουσίες όχι
μέρες μηδενισμού δίχως επανεκκίνηση χρειάζεται να το αποφασίζουμε πριν πάρουμε ανάσα
μοιάζει γελοία στο τέλος η αφορμή
κρατάει η αναβλητικότητα της αυταπάτης και όλα μια άσκηση προσομοίωσης
ξεχνιέται η μέρα στον θόρυβο των βλεφάρων μπροστά σε μια καρτ ποστάλ
το εδώ κλεισμένο αεροστεγώς σε ένα δεν ξέρω τίποτα
καταπίνω φορμόλη να κρατήσω ζωντανά κύτταρα ενός αθόρυβου χαμόγελου
πόλεμος που γιγαντώνεται χαιδεύοντας στοικά τις ρίζες στη συρραφή μιας πτώσης
να σταματήσουμε να μας μετράμε
είναι σίγουρο πια ματώνουν οι άνθρωποι στις ησυχίες

Επισκέψεις

Αναγνώστες