Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Des pensées. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Des pensées. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ψυχοτρόπος διακύμανση

Στο λιμάνι των τρελών ανθρώπων βάθος ανάσας η φωνή της Noora Noor, παίζω νευρικά στα δάχτυλα μου ένα μολύβι, τώρα τελευταία το έχω ταυτίσει με φονικό όπλο, δεν πλησιάζει, δεν πλησιάζω. Απομεσήμερο, ψυχοτρόπος διακύμανση, ανεμοποιούνται οι άνθρωποι, το χειρότερο τους σημείο ο φαύλος κύκλος στο ξανά και ξανά ενός αδυσώπητου τίποτα.
Άσκοπη αναμέτρηση με το αυτονόητο, κατανάλωση ανυπαρξίας και εσωτερικές κακώσεις, ζωσμένοι με ρεαλισμό κρατώντας αναπνοή και αποφεύγοντας απλά τις εμμονικές μέρες.
Αν παρατηρήσεις τον κόσμο εκεί έξω ανασαίνει μιμούμενος αυτό που δεν θα ήθελε να είναι. Δεν βαρέθηκε ο χρόνος το παιχνίδι της απομυθοποίησης κάποιοι μεγαλώνουν μέσα μας και κάποιοι μικραίνουν. Φταίει που θέλουμε τους ανθρώπους ελεύθερους, κάτι γίνεται και ξηλώνονται τα βλέμματα του κόσμου.
★ θά 'θελα να μην σκέφτομαι δυνατά ★
Η φυγή στις παύσεις με μόνη λογική παράμετρο αυτή της παράνοιας των ελεύθερων μυαλών, εκείνων που γυρίζουν το ρολόι του καρπού σε όποιο χρόνο θέλουν κουνώντας απλά τα βλέφαρα.
Σου γαμώ τις επισφαλείς συνθήκες φυσώντας πικραλίδες στα μάτια. Μας κυνηγάει από πάντα η λέξη διωγμός. Να αποκτούσαμε χάρτες στις πλάτες ξεκάνοντας το αστείο του προφανούς, γεμίζοντας τα πνευμόνια με εκείνο το δυνατό του γέλιου.
★ να μην σκέφτομαι δυνατά, θά 'θελα ★
Από αριθμούς έχω εσένα και εμένα, αποχρωματισμένους από την ουδετερότητα της όποιας οριοθέτησης, θα μπορούσε να είναι ενας αριθμός αυτός του απείρου.
Αντισταθμίζω για λίγο το στερεότυπο του γαλάζιου μετακινώντας τον σπόνδυλο του ορίζοντα να 'λευθερώσει μέση ο ουρανός. Από το πουθενά συννεφιάζει μα από γκρι γίνομαι ώχρα.
Η πιο αληθινή μας σκιά είναι αυτή που ξεσκουριάζει η λιακάδα και η πιο αληθινή μας ανάγκη αυτή της επιθυμίας.
Αντιστροφή ειδώλου και ας μη φτιάχνουν τα βλέμματα των ανθρώπων όπως παλιά εξοικονομώντας πανικούς για πολλές εποχές ακόμα.
Δεν ξέρω γεωγραφία όμως μαρκάρω χάρτες σε βλέμματα.
Το τέχνασμα και ο ήχος της πεταλούδας, το μέχρι τέλους κρατάει όσο μια στιγμή .
Απασφαλισμός της όποιας αναχώρησης, αυτό το 'με προϋποθέσεις' μου γαμάει από πάντα τους νευρώνες. 

φιλαυτία

ο κύκλος κλείνει
η μνήμη σβήνει
φιλαυτία
εγωκεντρική καταπίνει αμνιακό υγρό με εγωπαθή απόβλητα
μη σταματώντας ταίζοντας το θεριό με τις σάρκες της
αυτοεξορισμός σε όσα αντέχεις να είσαι
δαγκώνεις αυτούς που σου λείπουν
ανάπηρο συναίσθημα
εσού του ιδίου είδωλο θαμπό, νανουρίζεται σε καθρέφτες
γάντζωμα σε φλέβες όπου η αγάπη ψόφησε
ερυθρά αιμοσφαίρια πτυελοδοχείο
αγάπα τους ανθρώπους άσε τους άλλους να αλυχτάνε σαν σκυλιά
υπάρχουν αυτοί που τα βράδια τρώνε τα σωθικά τους
υπάρχουν και αυτοί στα πρωινά τσιγάρα, τρώνε ό,τι απέμεινε από τα σωθικά των άλλων
ο κύκλος έκλεισε
η μνήμη έσβησε
φιλαυτία
σε αυτολύπηση και εξορία ξεπουλιέται η θλίψη μου
μόνο λυπάμαι το χαμόγελο που δικάζεται στο στόμα των αθώων
σώπασε, λευτέρωσες το τέρας
μια άρνηση σε ανομία
κάποτε είχες πει θα κέρδιζε η αγάπη
σώπασε τώρα

προς εξάντληση

ο καιρός θυμίζει παλιά ημερολόγια
σκόνταψαν οι αέρηδες στα βήματα των ανθρώπων και οι διαδρομές μας άλλαξαν
κουβαλώντας ασυμβατότητες στην ραχοκοκαλιά
μεσοσπονδύλιο μεσοδιάστημα το κενό
ανάμεσα σε πραγματικότητα και ενδόμυχης διάστασης
προσαρμογή της ανάγκης σε μηδενιστική προοπτική
κάνοντας το αμφίβολο υπαρκτό
από βούληση ο παρατατικός του είμαι
το υπόλοιπο ημέρας δείχνει βροχή, το διαφεύγω θα έπρεπε να έχει παθητική μετοχή
παύση στην ανάσα του γίγνεσθαι και χρονική αντικατάσταση αυτού
οι μέρες που αντέχουμε είναι αυτές που απουσιάζουμε
ο ήλιος μοιάζει με χειροβομβίδα του χειμώνα
τοποθετώ νικοτίνη μέσα μου και νιώθω την ζαλάδα στα πνευμόνια
μας αδειάζουν οι μέρες, δεν εκπλήσσομαι
ο πιο όμορφος χρόνος είναι ο απροσάρμοστος
με δωμάτια Έιμς μοιάζει η σκέψη
η αφέλεια πάντα ήταν εποχή
μια βόλτα στο ξεθωριασμένο λιμάνι που κάποτε υπήρχε για βλέμμα
το σούρουπο ναι, είναι άνθρωπος, ξεχασμένος σε λιμάνι, στην ειρωνική διάθεση μιας Κυριακής
ο λυγμός είναι χρώμα στο φαινόμενο της Φάτα Μοργκάνα
βάσανο να απομυθοποιείς τον ωκεανό στο συννοθύλευμα του ανένταχτου ουρανού
λες και μπορεί να οριοθετήσεις την ψευδαίσθηση
μια χούφτα ηλιοβασίλεμα σε ένα ακίνητο γκρι
αφαιρετικότητα σε μια γουλιά χαμόγελο, μια πρέζα κυνισμού
και ο Waits αναρωτιέται
προσπαθώ να συναρμολογήσω ανθρώπους μέσα μου και πάντα βρέχει
ο φλεβόκομβός μου άναρχος, βρίσκεται σε σημείο του χάρτη και σε άνθρωπο
παυσίπονα για όσα έχουμε σκοτώσει
τα βράδια μας γέμισαν θυμούς
γέννησαν οι νύχτες ψυχαναγκασμούς, ψυχοτρόπα και ξέμπαρκους εγωισμούς
καταπίνοντας χρονοδιακόπτες μπας και γίνουμε άνθρωποι
ένα εσωτερικό ρολόι που πάει δυο ώρες πίσω ψάχνοντας την αφορμή
ήσυχα και αδιάφορα κάποια στιγμή η αναμονή θα βγάλει το περίστροφο και θα μας πυροβολήσει
ατροπίνη για όλα, λες και θα δίσταζε ποτέ η αγάπη
η φυγή είναι πολλές φορές "νιώθω", που παραμένει κλειδωμένο στις αρθρώσεις
σε μια κενή αντίδραση να θέσουμε συρματόπλεγμα γύρω από ό,τι νομίζει ο καθένας
όποιος προσπαθεί να μας αποδείξει ας πάρει την ευθύνη
ας είναι η υπόσχεση να μας δείξει τον δρόμο
χειμώνιασε ενσυναίσθηση, σταματάει στο ίδιο σημείο και αναπνέει
προς εξάντληση, στο magic bus της λήθης
να κρυφτούμε στην στιγμή εκεί που θα κοιμηθεί ο χειμώνας














εσωστρακισμός


φθίνουσα ησυχία εγγενής αδυναμία
κυκλοφορούν εκεί έξω με μια θλίψη στην πλάτη
έχοντας για κρυψώνα αυτή κάτω από το δέρμα τους
με χαμόγελα κρυμμένα μέσα από τα δόντια τρώγοντας την σάρκα της χαράς
δαγκώνουν θαυμαστικά και επιφωνήματα σε ότι όμορφο αντικρίζουν

"
κάνε λίγο τον άνθρωπο να δω αν αντέχω"
μουγκρίζουμε παλεύοντας με την σκιά μας
προαυλίζεται ο χειμώνας και ακούγεται ένας ρόγχος
πονάνε οι κλειδώσεις μου από το εγώ σου
τα απογεύματα έχω κενά μνήμης
μα τα βράδια μέσα μου μακελειό
έναστρες πνοές σχηματίζοντας κλιμάκωση Κολμογκοροφ στο ταβάνι
τις νύχτες πατάω το κουμπί της αναβολής
έχοντας ριζωμένο στον αυχένα το "διάφανες αυλαίες" του Εμπειρίκου
όταν με τσαλακώνουν άνθρωποι μεταμορφώνομαι σε κομφετί
καπνίζοντας την θλιβερή αυτογνωσία των ορίων μας
η μεγαλύτερη ποινή της εθελούσιας απουσίας τα πολύτιμα συναισθήματα του ασυνείδητου
με ότι εύθραυστο κυκλοφορεί στις φλέβες μας,
κάποια μέρα θα εξημερώσουμε τους ανθρώπους.
Νοητά*
ο κόσμος να είχε ήχο πιάνου, αναπνέοντας σε μια χούφτα, έχοντας άρωμα μανταρινιού
οι ήχοι που ντύνει τις ταινίες ο Κισλόφσκι και οι άνθρωποι ασπρόμαυρoι
πράξη ζωής: δύο μείον ένα ίσον μηδέν
ο ουρανός επαίτης αλκοολικός, μας χαρακώνει με ελπίδες
τρομάζω, μας κατάλαβα,
αντέχουμε να φτάσουμε στον δαίμονα και στον θεό την ίδια στιγμή με ένα πρόσωπο
αυτόχειρες με τις σκανδάλες του Καρυωτάκη και αυτόχειρες με τα θραύσματα στο μέρος της καρδιάς
το μεγαλύτερο φονικό όπλο είναι ο άνθρωπος, μας τελειώσαμε, χώμα νερό ταυτοπροσωπία.
Στους τοίχους του κόσμου θα ζωγράφιζα
-επανάσταση μάγκα είναι η αποκαθήλωση του -εγώ-
εσωτερική εξέγερση του Ιούδα, του προδότη και του προδομένου
 
 
 

εμβύθιση

παράθυρο της προσμονής των χεριών, ελλείμματα
φιμωμένοι, γίναμε με τα χρόνια εκπνοές
στην καταβύθιση μιας πόλης,
τραυλίζει το βλέμμα σε ήχους
που κάνουν οι αέρηδες μιας λησμονιάς
εκείνης... που εκρήγνυται στα σπλάχνα μιας σιωπής
στις ικεσίες των απωλεσθέντων,
εκείνων... που βυθίζονται ενδόμυχα

σκαρφαλώνοντας στους τοίχους της ψυχής
βυθός και ναυάγιο και οι δυο μαζί
με τα χείλη σφιγμένα σε όσα δεν άγγιξε η σκιά μας
σε όσα θα πνιγεί το κύμα στο στέρνο
ηλιοβασίλεμα οι άνθρωποι δύουν μέσα μας ή μας καταπίνουν
γιατί η γεωμετρία αυτής της πόλης είναι οι ανάσες των μοναχικών 
στο παράθυρο του χρόνου εκεί που ζυγίζει η ματαιότητα την στιγμή
εκεί όπου ελευθερώνεται ο χρόνος
το ξημέρωμα γυρίζω τα ρολόγια μας ώρες πίσω
στο λευκό της πλάτης χαρτογραφώντας σημάδια
ματώνει ο ήλιος φωτίζοντας την σάρκα μας
σπονδυλική στήλη σαξόφωνο, βραχνιασμένη ανάσα
δρόμοι ιδρωμένοι τσιμέντα μυρίζουν βροχή
όπως μυρίζουν τα μάτια
λες και η ασπόνδυλη μελαγχολία γεννήθηκε χθες
σε εκείνο το αποτύπωμα των χειλιών 
να πάμε να ξεχειμωνιάσουμε σε εκείνο το απόκοσμο
πέτρινο φάντασμα που το τρώει η αλμύρα
οι άνθρωποι κάνουν φασαρία
μετρώντας τις διχάλες των πλευρών μου
αλλάζοντας ανάσες, μας έχει λείψει η αφορμή
εξουσιάζοντας οι απουσίες τις φλέβες μας
και ο επαναπροσδιορισμός γίνεται άνθρωπος

άναρχος ήλιος

Ένα κύμα κόσμος με παλμούς στο στόμα, στην ακοή, η καρδιά είχε σταματήσει και η ανάσα σάστιζε να κρατήσει ισορροπία στα πνευμόνια, η ψυχή είχε φύγει σε εκείνη την σκηνή μέσα στα οστά σου,
ιδρωμένα χέρια και το σώμα μην υπάρχοντας πουθενά, ο χρόνος σε μια φωνή και χώρος σε ένα βλέμμα.
Στην πρώτη γραμμή άνθιζαν λευκά λουλούδια και βγάζανε κραυγές χωρίς άχνα, με φλέβες διογκωμένες από αγάπη, δακρυικούς πόρους σαν θάλασσες και το δέρμα χάρτης με πορείες που ποτέ δεν άλλαξαν προορισμό, μια πυξίδα με μια κιθάρα να σχηματίζει ουρανό σώμα κλεψύδρα και η ψυχή σε χούφτες μοιρασμένη και γύρω σου φάροι βγάζοντας μουσική από τα σπλάχνα με βήμα καρφωμένο στις ξύλινες ράγες της σκηνής με κορμιά τρένα με ορθωμένες πανοπλίες ταξιδεύοντας σε εκείνους τους καιρούς που το άπειρο είχε σχήμα και ήχο.
Σπονδυλική στήλη ο κόσμος και η νύχτα κύτταρα ντυμένα άστρα, όλα μια αιωνιότητα και μια αλήθεια άναρχος ήλιος να ρίχνεις φωτιά στον βυθό γεννώντας ηλιοβασιλέματα μέσα στη νύχτα και η θάλασσα έγινε φλόγα, έκρηξη ζωής, κάηκε η ματαιότητα και έγινε αγάπη.


*δεν ήμουν εκεί μα _από το άπειρο σε εσένα _

υποτροπιάζουσα ψευδαίσθηση

Και ποιός μπορεί να κατανοήσει την θλίψη του κόσμου, τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου γυρίζει ο ουρανός στην κρυψώνα του και οι μοναχικοί στα αδιάφορα ρολόγια.
Τις νύχτες συναντιόμαστε στα άκρα του εαυτού μας και όμως τα χέρια μας είναι αδειανά, τα βήματα ακρωτηριασμένα σε ατελείωτους κύκλους.
Δείξε μου πως αναπνέουν οι σκιές - στις εκπνοές όπου γεννιέται το χάδι.
{λες και θα μπορούσε να είναι απάντηση}
Σαν καράβι η πόλη γεμίζει και αδειάζει ανθρώπους, επιστροφές και αναχωρήσεις χωρίς ταξίδι, χωρίς αποσκευές, κανείς δεν υπήρξε στ' αλήθεια σε αυτό το καλοκαίρι του έλειπαν μέρες, μια απουσία με διάρκεια όσο μια ψευδαίσθηση, σαν την μεγαλύτερη παύση του χρόνου, σαν μια στιγμή που προσπέρασε με τεχνάσματα τον εαυτό της.
Αίθουσα αναμονής τα πρόσωπα με κομμάτια τσαλακωμένου χάρτη στο βλέμμα, πονάνε οι αταξίδευτοι παραπάνω από τους λεύτερους στα λιμάνια.
Ξεχασμένοι σε εκείνες τις μέρες που θα ερχόντουσαν, σε έναν λαθραίο μήνα δίχως όνομα ταυτότητα και εποχή, γεννήθηκε ο ένας στην απουσία του άλλου ψάχνοντας πνεύμονες να αναπνεύσουμε
{λες και μπορούμε να μας αντέξουμε} έχοντας ντόπα την μελαγχολία του τίποτα, υποτροπιάζει η θλίψη των καιρών στην εκλογίκευση μιας παράνοιας.

*(εγκλημα)τιστήκαμε στους χαμένους καιρούς

απολήξεις

το καλοκαίρι είναι ασπρόμαυρο
υποταγμένο σε ξεθωριασμένες εποχές
ο ήλιος γίνεται θνητός, σαστίζει
ερωτεύεται την δύση του
σκουριασμένοι άνθρωποι, κοίτα μας
με πονάνε οι κλειδώσεις μου
ασπόνδυλη η ανάσα ενέχυρο
στις εκπνοές γεννιόμαστε, να το θυμάσαι
σάβανο φέτος το χαμόγελο
μην τρομάζεις και η πιο νεκρή θάλασσα κρύβει στα σπλάγχνα της πνοές
σημεία στίξης τέλος, να βρουν οι λέξεις λεύτερες τις έννοιες
οι τάσεις φυγής μονάχα με προορισμό τα 21 μας γραμμάρια
τι διάολο, σκέτα κουφάρια λες τα καράβια
κι όμως στις άγκυρες συγχωρούνται οι ψυχές

9712

Δεν γράφω πια συχνά, με αποδυναμώνουν οι λέξεις ή τις αποδυναμώνω εγώ. Η καλύτερη ώρα της ημέρας είναι όταν πνίγω με νερό το μπαλκόνι και φλυαρεί το απόγευμα καρφωμένο στο ηλιοβασίλεμα, κάποτε στα βιβλία το γράφανε απόγιομα, κάποτε οι άνθρωποι μοιάζανε με στιγμές. Με ρώτησε ένα πιτσιρίκι "γιατί τα χαμόγελα μας είναι μωβ". "Δεν αναπνέουμε" απάντησα, τα χαμόγελα είχαν χρώματα, δεν θυμάμαι.
Βρεγμένοι αρμοί, χνάρια νωπά προδίδουν την διαδρομή μου μέσα στο σπίτι, μασουλάω παγάκια κλείνω πεισματικά τις ειδήσεις. Με Joy Division στρίβω καπνό, λίγο ακόμα και αντέχουμε μου λέω, ο Άρης από το πάνω μπαλκόνι γαυγίζει συνομωτικά, η λουίζα στην γλάστρα μεγάλωσε επικίνδυνα. Έχει χρόνια που όταν ξαπλώνω, απέναντι μου, υπάρχει ένα κόκκινο φωτάκι, είναι μέρες που ανάβει και άλλες που χάνεται, το έχω συνδέσει με την αϋπνία μου.
Μας μετράει τούτο εδώ το καλοκαίρι, μας ξεσκαρτάρει έναν-έναν, εμάς και την σκιά μας, άλλοι ψήλωσαν και άλλοι γίναν τόσοι δα. Ζύγισα στην παλάμη μου την στιγμή σαν θάλασσα, το μόνο που έχω είσαι εσύ, για τον καθένα μας το "εσύ" ανήκει κάπου, για εμένα ανήκει σε νησί που κουβαλώ σφηνωμένο ανάμεσα στα πλευρά μου, στο στέρνο, στην σάρκα μου. Ένα νησί που δεν πήγα ποτέ.
Αν μετρούσα τα ζωντανά μου κύτταρα θα ήταν 9712.

ετεροτοπία

άνοιξε το ηλιοβασίλεμα μου λες να σε χαρακώσει ο ήλιος μέσα από εκείνο το γυάλινο βλέμμα  καθρεφτίζοντας τις μεγάλες σου παύσεις
παιδιά δαγκώναμε τα χέρια μας σχηματίζοντας ρολόγια με ανάσες και σάλιο
μετέωροι μείναμε, άνθρωποι γεωμετρικά σχήματα, με βυθούς στις φλέβες να κυλάνε,σου δαγκώνουν τον λαιμό, σου γλείφουν το πρόσωπο χωρίς να σε κοιτάνε στα μάτια
-κοίταξέ με αν τολμάς
σου ξηλώνουν την στιγμή, μέσα από το δέρμα που δεν τους χωράει πια ράβοντας πάνω σου συναισθήματα σάβανα αναπνέοντας κραυγές μέσα στο στόμα σου, κουφάρια λέξεις ντυμένα με τον στιγμιαίο οργασμό της δικής τους αλήθειας
-αν τολμάς κοίταξέ με
 φτύσε μου τις πληγές
 η προστακτική του αυτιστικού εαυτού πραγματώνεται στην πιο δειλή τους
 σκουριασμένη ανάσα
 -κοίταξέ με αν τολμάς
 πονάει η αγκαλιά αν δεν την αντέχεις πιο πολύ και από τον θάνατο
 αυτοκαταστροφική η καλά κρυμμένη θλίψη στα πιο ορατά σημεία του γαμιόλη εγωισμού
 αντί για χέρια ανοιχτά μονάχα τείχη,εκεί στο μέρος της καρδιάς μη με ακουμπάς παγώνω
 άγγιξέ με αν τολμάς
 δεν θα πιάσεις ποτέ σου σφυγμό
 άρρυθμη, προσπαθώ να γράψω τρώγοντας τις σάρκες μου ματώνοντας τα δάχτυλά μου
 σαν να μπαίνεις μέσα μου δυνατά παλεύοντας με τον πόνο της ηδονής μου
 ατυπία κυττάρων, παγωμένα κορμιά και ο οργασμός μας γεννιέται θάνατος
 μεταχειρισμένο το φως της μέρας ψάχνοντας την ώρα της δύσης να μας προφτάσω ζωντανούς
 -ο ήλιος εδώ είναι τιμωρός, κι αυτός το θέλει- μην ψιθυρίζεις
 *επιθετικός προσδιορισμός θα ναι μωρό μου πάντα ο ουρανός να μας γαμάει τον ορίζοντα







ερμαφρόδιτο καλοκαίρι

είναι φορές που το καλοκαίρι γίνεται φθινόπωρο
που ο κόσμος μαζεύεται ξανά και επικρατεί ησυχία
απομεσήμερο δεμένο σε ναυτικό κόμπο
είναι φορές που το γέλιο κρύβεται στα μάτια ενός μελαγχολικού
είναι φορές που η διαδρομή μοιάζει άφιξη, συνεχόμενη επιστροφή στο ίδιο σημείο,
ταράτσα με λαθραίο ουρανό που αλλάζει χρώματα
γέμισαν οι φλέβες μου άψυχο μελάνι
το δέρμα μου ανθρώπους που δεν τους χωράω πουθενά
πόροι μουδιασμένοι με πνιγμένες άδηλες αναπνοές
-ο ιδρώτας σου θα σχηματίζει σύνορα που γεννιούνται και πεθαίνουν
διαρκώς- μου είπες και θυμήθηκα τότε που ήταν καλοκαίρι
είναι φορές που το σώμα μου γίνεται εποχή ανάλογα την απώλεια



δεύτερο πρόσωπο εαυτού

ανυπότακτη σκέψη σε σκουριασμένα χρώματα
συμβιβασμός και εμπλοκή, μας ξέκανε η πραγματικότητα
το καλοκαίρι μωβ με έναν ήλιο ξηλωμένο παράσημο
το ηλιοβασίλεμα ξέσπασμα, ζητώντας πνοές
-δεν μπορώ να συνηθίσω τους ανθρώπους 
(έχω περάσει μια κλωστή στο χέρι μου μετρώντας χρώματα) 
υπάρχουν άνθρωποι που μοιάζουν ίσκιοι, άλλοι που μοιάζουν πέταγμα
κρεμάω τα σανδάλια μου στις ταχύτητες οδηγώντας ξυπόλυτη
-δεν μπορώ να συνηθίσω τους ανθρώπους  
έρμαιη απουσία η πόλη στην σκιά της, καταπίνει χαραυγές
δεν μας συγχώρησε η θάλασσα ποτέ
αιώνια λύτρωση η άρνηση του πιο εύθραυστου ρομαντισμού
(η θηλιά της κλωστής στο χέρι μου τραβάει)
τεντωμένο σχοινί ο ορίζοντας ξεθωριάζοντας το γαλάζιο του ουρανού
βγάζω το χέρι από το παράθυρο να γεμίσει η χούφτα μου από τα φώτα της πόλης 
η χαραμάδα του κενού θα'θελα να ήταν άνθρωποι
εμφιαλωμένος ο χρόνος δίχως επιχείρημα, να προσπερνάει την στιγμή στον ξύλινο ήχο μιας  ανάσας
άγκυρα ο ουρανός σε εκείνο το κύμα στην πλάτη σου
οι κλείδες πρύμνη, κρυμμένο νησί εσύ στην παλάμη μου
σώματα άνθρωποι - άνθρωποι σώματα
-δεν μπορώ να συνηθίσω τους χαμένους προορισμούς
μονάχα ο αόριστος μας έμεινε ανέγγιχτος δίχως ανακωχή
κυοφορώντας ακατέργαστες αλήθειες
στην υποτακτική της χαμένης ανάγκης
δεύτερο πρόσωπο εαυτού
να πιστέψουμε όσα δεν μπόρεσαν να μας πιστέψουν

Ο Στέφανος

έχω δει θολή ματιά σε ξάστερο βλέμμα, μ' ένα σύμπαν αλλιώτικο κρυμμένο στη ματιά.
μέρα άχαρη χαμένη στα επείγοντα, επίπονη βάρδια και μύριζε λάθος εποχή.
στις δύσκολες βάρδιες απλά δεν κοιτάς ρολόγια, μόνο φοβάσαι για το πόσες απώλειες ίσως μετρήσεις και σήμερα ο χρόνος μοιάζει αστείος, το συναίσθημα προσπαθείς να το εξαφανίσεις
τα πρόσωπα όλων μας αλλάζουν κλεψύδρες, λευκές κόλλες κενές.
δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το παράξενο πρόσωπο κατάχλωμο με φακίδες, μάτια γεμάτα λαβύρινθους τρομαγμένα μα και σίγουρα ταυτόχρονα, δεν άντεχες να τα κοιτάζεις ώρα.
μια σκιά και ένας ήλιος συνάμα, τον φέρανε και κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί.
σ' ένα παλτό τυλιγμένος, σαστισμένος από τους ανθρώπους και ο νους του μια φυγή.
δεν έβγαζε λέξη μόνο χαμογελούσε, τα χέρια του διπλωμένα κλαριά, αγκάλιαζε τον εαυτό του.
ένα πακέτο καπνό και τον Καραγάτση μέσα στις χούφτες του.
έσκισε μια σελίδα την έβαλε στα χείλη, την φίλησε, άνοιξε το στόμα την μάσησε και την κατάπιε,
έμεινα να τον κοιτάζω δεν βγάλαμε άχνα, μας κοιτούσε κατάματα και έτρωγε σελίδες του Καραγάτση.
δεν ήθελε να τον αγγίζουν έμοιαζε να μην έχει ακοή, να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη.
με κοίταζε στα μάτια, γονάτισα, μου έπιασε τα χέρια και χαμογελούσε, του είχε κάνει εντύπωση το άσπρο μου δέρμα, με ρώτησε αν κρυώνω.
τον ρώτησα γιατί τρώει τις σελίδες από το βιβλίο, μου απάντησε πώς μόνο έτσι μπορεί να μιλήσει με κάποιον, καταπίνοντας λέξεις, έτσι κάνει διάλογο τρώγοντας τις σκέψεις του συγγραφέα
 -τρώω όσες λέξεις δεν μπορώ να πω πια-
σκοτείνιασε, μαζεύτηκε στην γωνιά του εαυτού του και έγινε πάλι φυγή.
μια θηλιά κρέμονταν στο δωμάτιο, αόρατη μα περασμένη στον λαιμό μου, τα χέρια μου γίναν  γροθιές ασυναίσθητα και ξαφνικά έψαχνα κρυψώνα, την κρυψώνα του Στέφανου μέσα στις μασημένες του λέξεις, μια ασπόνδυλη σιωπή με κουβαλούσε δεν είχα λέξεις πια και εγώ,
είχα δει την θλίψη με ανθρώπινη μορφή να αναπνέει εκπνέοντας ήλιο.
 




σπασμένος χρόνος

πως ήταν η μέρα σου, πως ήταν οι ώρες σήμερα, πως ήταν ο σπασμένος χρόνος
κόπηκα με το μαχαίρι της κουζίνας, άνοιξα το ραδιόφωνο, ψιθύρισα στον εαυτό μου,
έβριζα όσα δεν αντέχω, με κοίταξα με έφτυσα και είδα μικρά μας κομμάτια να ενώνονται σε λέξεις τελείες... σε όποια και αν κοιτάξεις κρεμασμένοι άνθρωποι
.λίγες τζούρες από ένα άδειο βλέμμα
.βαδίζοντας ξυπόλυτοι στην θολή μας αλητεία
.μουδιασμένα δάχτυλα δίχως αποτυπώματα δεν χωράει σε αγγίγματα
.αδειάσαν οι ανάσες μας σε μια ρωγμή χειμώνα μέσα μας, καμία εποχή
 κρυφοκοιτάνε μέσα μας οι μήνες
.σκουριασμένες  μέρες σε ό,τι κρατάει ακόμα την λιγοστή φωνή μας
.ξεβρασμένα τα γέλια και οι δρόμοι σε θάλασσες σαλεμένων μυαλών
.σε περίμενα σε εκείνο το σκαλί που πάντα νόμιζα πως φύτρωναν κυκλάμινα
 μας παζαρεύει ο ήλιος στον ανελέητο ίσκιο του 
.νοσταλγοί σε επιστροφές που δεν υπήρξαν ποτέ
.αν με ρωτούσες τι είναι ο φόβος θα σου έλεγα ο φόβος είναι άνθρωπος|
.κλάψε με τα μάτια μου αν μπορείς
.δε θα άλλαζα στιγμή από εκείνο το βράδυ
.ούτε μια ώρα μπροστά, ούτε μια ώρα πίσω
 τα τρένα δεν δίνουν ραντεβού, συναντιούνται τυχαία
.σε σταθμούς που θα μείνουν ίδιοι και απαραλάχτοι πάντα
.ήθελα μέρες να γράψω μα δεν μπορούσα, έσπαγα λέξεις, μολύβια
 ο εγωισμός έσπασε από καιρό
.κλείνω το παράθυρο δεν θέλω να ακούσω κανέναν θόρυβο
 από εκεί έξω
.κάποτε είχαμε αντοχές ν' αλλάξουμε τον κόσμο
 τώρα με αγωνία προσπαθούμε να μην αλλάξει ο κόσμος εμάς
.δεν μπορώ να πιω αλκοόλ
.δεν αντέχω να καταπίνω ανθρώπους
 να τους θάβω μέσα μου και να τους κλειδώνω
.είναι αστείο, στο είπα η καρδιά μου άλλαξε σχήμα
 χωράει λίγους
.όσους με αντέχουνε, τους άλλους τους ξεπούλησα σε εξόδους κινδύνου
.περπατάνε σκιές εκεί έξω και ξοπίσω άνθρωποι
.ο έρωτας έπαψε να κυκλοφορεί ανάμεσά τους
 σε μπαρ και σε κουτιά προφυλακτικά, τον κρεμάνε Ιούδα,
 ανύπαρκτο ουρλιαχτό από σαξόφωνο μιας άλλης εποχής
.δεν θα άλλαζα τίποτα από εκείνο το βράδυ
.οι φάροι δεν δίνουν ραντεβού στα καράβια, τα περιμένουν μια ζωή
.κλάψε μέσα από τα μάτια μου, μπορείς;
.δεν φοβάμαι, έχω τα μάτια σου να συγχωρώ όσα δεν χώρεσαν ποτέ στα δικά μου

Σκόρπιες λήψεις (caption)

 Ξέρω
 φωτογράφους με ασπρόμαυρα βλέμματα και μελανά ηλιοβασιλέματα
 μουσικούς σιωπηλούς άχορδα σώματα
 καλλιτέχνες του δρόμου με φωνές ξωτικών και πεταλούδες στα μαλλιά
 έρωτες που πέθαναν σαν ξεθωριασμένες ζωγραφιές
 εποχές που αρνούνται την φύσης τους
 θάλασσες απο φλόγες
 φάρους μέσα στην μέση της ασφάλτου στις γωνιές της πόλης
 λιμάνια στο πουθενά του ουρανού
 Είδα
 μοναχικούς που αντί για φλέβες έχουν ράγες τρένων
 ταβάνια με γραμμένα ποιήματα
 αλκοολικούς με γεράνια στα χνώτα
 ανθρώπους αταξίδευτους που κρατάνε στις παλάμες πυξίδες
 γυναίκες κλεψύδρες που κυοφορούν ανυπότακτους οργασμούς
 κραυγές χαμένες στους βυθούς που κρύβουν τα μεσάνυχτα
 την λύτρωση που βγάζει αχνά το ξημέρωμα, σαν δεν αντέχεις τα σκοτάδια
 αυτοκαταστροφικούς που δαγκώνουν τα χέρια τους βάφοντας τις ελπίδες τους με αίμα
 δάκρυα κρυμμένα σε χαμόγελα
 Μη με ρωτάς τίποτα δεν ξέρω
 φαντάζομαι τον κόσμο προσπαθώντας να νιώσω νεκρή ή ζωντανή πάλι δεν ξέρω,
 Μη με ρωτάς
 τα σύννεφα δεν έχουν σφυγμό και ο ουρανός αυτόχειρας.

δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω

περνάει ο χρόνος
ίσκιος και ουρανός καθρέφτης το βλέμμα μισοάδειο
δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω
καρφωμένα πόδια, ένα κελί το στέρνο γέμισε φωνές
ηλιοβασίλεμα σκουριασμένο σ' ένα ζευγάρι χέρια
δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω
ανάσες άρνηση και ένας βυθός χαμένος σε ένα πρόσωπο
μας χλευάζει μια χαρά, η φωνή σπάει κομμάτια
δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω
η ανάσα του χειμώνα λησμονιά

ορίζοντας μπλεγμένος στο δέρμα με προορισμό τις αληθινές μας ανάσες
στην στιγμή της πραγμάτωσης εκεί να με πηγαίνεις
μας ορίζει το χαμένο βήμα
σώπα ίσως νικήσουμε τα τρένα απόψε
μου είπανε για ένα γέλιο που μοιάζει καράβι
δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω
ντυνόμαστε σκοτάδια καταπίνοντας κλειδιά
λαθραίες οι λέξεις στο συρτάρι των απολεσθέντων
ένα στύλο να γράφεις πάνω μου, να κρυφογελάς, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα βλέμμα
είναι μέρες που έχω μόνο τα χέρια σου
μας δάνεισε η στιγμή λίγο από τον χρόνο της και ξεχαστήκαμε σε δυο γραμμές
δεν ξέρουμε από δρόμους σου λέω
να αφήνεις σημειώματα
με μικραίνει ο νους με τσακίζει μια θάλασσα
αναφιλητό και ένα ξημέρωμα στα παγωμένα μας δάχτυλα
να αφήνεις σημειώματα
είναι νύχτες που επιβιώνουν μονάχα οι σκιές μας

*στον φυσικό του παραλήπτη




διαφυγή

οι μοναχικοί συναντιούνται στο αναπάντεχο σημείο
όπου η πόλη γίνεται νύχτα
η νύχτα ανάσα
η ανάσα λυγμός
ο λυγμός υπόσταση
η υπόσταση μοναξιά
ξεθωριάσαμε δίχως χέρια
σε στίχους Ρεμπώ και υγρασίες ξοδευόμαστε
οι πιο όμορφοι άνθρωποι είναι ασπρόμαυροι
από λέξεις ανάσες μου λυγίσαν τον χειμώνα
δεν έχω αιτία να κρυώνω
μη με κοιτάς
μπες μέσα μου να ζήσω
μπες στο αίμα μου, στο δέρμα μου
σκίσε μου ό,τι ανθρώπινο έχω
με ρώτησε "γιατί γράφω"
δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, μπάσταρδε
ψυχαναγκασμός
τις νύχτες περπατάω σε ξυράφια
τις μέρες ψάχνω χαραμάδες
μη με κοιτάς
πλύνε μου το σώμα να φύγουν οι σιωπές
το φαινόμενο του σπασμένου καθρέφτη σ' ένα βλέμμα
μάτωσα
μη με κοιτάς
ο μεγάλος θάνατος όταν αγγίξεις το σώμα μιας πεταλούδας
βρεγμένα μαλλιά, θα κοιμηθώ σαν σε θάλασσα
ποιος διάολος θα μας βυθίσει πάλι
διψάω για βυθούς
μη με κοιτάς
με συγκρίνει με ένα σύννεφο
"δεν πουλιέμαι" σου είπα
τρεκλίζει ο ουρανός σε μια πουτάνα ματαιότητα
μισή θλίψη μισή χαρά
σε βήματα, σε χνάρια, μας ξεχάσαμε
γιατί άργησες
σε ψάχνω εκεί που δεν χωράω, εκεί που δεν θα χωρέσω ποτέ
ποτέ, πάντα, συνώνυμα
αυτόχειρες άμυνες
δεν έχω άκρα έχω μόνο τα χείλη σου
η ισορροπία στην άκρη μιας υπόσχεσης κάθειρξη
σπάσανε οι άνθρωποι έμεινε ο σφυγμός τους
μη με κοιτάς
πες μου που αναπνέουν τα ναυάγια
γδέρνουμε λέξεις
μη με κοιτάς
σκάσε -σώπα- φτύσε
περγαμηνή το δέρμα από σημάδια και ουλές εαυτού
χάιδεψέ με να ταξιδέψουν
διαφυγή σε σώμα
έτσι κι αλλιώς μάλλον αναπνέουμε ακόμα









Σάββατο Δεκέμβρη

μη με ρωτάς, στους δρόμους θα΄μαι
ανάσα με ανάσα
κόπηκαν οι φωνές μας στα όσα ουρλιάξαμε
δεν έχω φωνή ο λαιμός μου χαλασμένο σαξόφωνο
δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω
μονάχα οργή μάτια δίχως βλέμματα
βήματα γύρω από φωτιές
δεν πιάναμε τα χέρια μα τα σηκώναμε ψηλά
θα βρέξει, θαρρώ
τρέξε πνιγόμαστε
μη με φοβάσαι, μια φωνή απλά μέσα σου είμαι
δύο μάτια φοβισμένα, όλος ο δρόμος μια κραυγή
ματωμένα τα γόνατα και το σύνθημα άλλαξε
στα μπαλκόνια άνθρωποι φοβισμένοι
γεράνια του χειμώνα
κράτα σειρά στην γραμμή
δεν νιώθω τον σφυγμό μου, κοίτα τους
στέκονται απέναντι φρούρια, τάχα
είπα στην μάνα μου δεν θα αργήσω
φοβάμαι, πονάει το στέρνο μου
δεν έχω χέρια, σκοτεινιάζει
μη χαθείς κράτα γραμμή στην σειρά
θα πέσει ο ουρανός επάνω μας
το αίμα μας απόψε γέμισε από αστέρια
τα συνθήματα στους τοίχους ζωντανεύουν;
προχώρα, σου λέω, μάτωσε η πλατεία
αναπνέουν οι τοίχοι και βλέμματα που τα κοιτάζουν
είπα στην μάνα δεν θα αργήσω
δεν γιορτάζει κανείς σήμερα
κάποιος μας κοιτά εκεί απέναντι
πείτε στη μάνα μου πως πότε δεν άργησα...


Να έρχεσαι

Κυριακή με λερωμένες λέξεις
μας ξερνάνε εκτός από τα ναυάγια
και οι άνθρωποι
Να μεγαλώσω θέλω
Να έρχεσαι
Ερημώσαμε με Καρυωτάκη
με στάχτες καρδιές
Να αλλάξουμε την πραγματικότητα
δεν βρέχει πια
Να έρχεσαι
Απέναντι δυο στόματα φιλιούνται
Άρχισε να χειμωνιάζει μέσα μας
Τις ξεχασμένες λέξεις στην τσέπη μου
τι διάολο να τις κανω
Να έρχεσαι
Μου τέλειωσαν τα σύνορα εαυτού
Συρματόπλεγμα σώμα
με παγωμένα χέρια
Να έρχεσαι
Εκβιάζω τον καιρό σε μια παρένθεση
Λίγη θάλασσα αναμέσά μας να αντέχουμε
Ο ουρανός μας πρόδωσε
Να θυμηθώ να με ξεχάσω
ίσως
Να με ξέχασα
Μας τρομάζω
Να έρχεσαι
Σπάσανε οι σιωπές μας
πριν από εμάς
Μην έρθεις, περιμένω
Ένας γαμιόλης  θυμός και
τεθλασμένες
Στα σεντόνια ψάχνω να ξεχειμωνιάσω
κρυώνω
Να έρχεσαι
Δες στα ακροδάχτυλα δεν έχω αφή
Γλίτωσέ με, σαν να υπάρχουμε
την στιγμή που δεν θέλω τίποτα να είσαι εκεί
Μάτια βυθούς έχω, κοίτα με
Να έρχεσαι
Εκρεμμούμε σε πάυσεις
και αζήτητα συναισθήματα
Γάμησέ μου τους γκρεμούς
Να έρχεσαι
Πάμε να πεθάνουμε κάπου ήσυχα αγαπή μου
Ο κόσμος αντέχει ακόμα να φιλιέται
Εντεταλμένες διαφυγές και αντάμωμα
Να έρχεσαι
Με μια περόνη στο μαξιλάρι κοιμάμαι
Ανατινάζεται το κενό;
Eσωτερική εξέγερση
Δεν έχω βλέμμα
Να έρχεσαι
Του πουθενά και του πότε
Σηκώνει κύματα η νύχτα
ας μας πνίξει
Να έρχεσαι
Ακόμα και αν δεν είμαι εδώ
Να έρχεσαι

τζούρες μετουσίωσης

Στο ξέφωτο μιας άρνησης
στον λιγοστό αέρα μες στα πνευμόνια
μιλώντας σε ίσκιους μέσα από την υγρασία των ματιών
ένα ζευγάρι χέρια, παγωμένοι τοίχοι
κρατώντας απόσταση από τον εαυτό μου βάζω ένα ψίθυρο μες στα στριφτά
Πάμε βόλτα σε κανένα γκρεμό, μυρίζει κυκλάμινα και γιασεμιά  
πήρα τζούρα από το κενό, από τον εαυτό μου, ακόμα εισπνέω
ό,τι αγαπάμε το αναπνέουμε, μου σώπασα την σκέψη
Γράφω λέξεις που θέλω να θυμάμαι, στα μανίκια
στα φούτερ, στο σημείο του καρπού
Nα ταξιδέψουν μέσα στο αίμα, ξαναβρίσκοντας  τις έννοιες
Με τζούρες μετουσίωσης ψελίζω ένα ρεφραίν
δαγκώνω τα χείλη, για όσα είπαν, για όσα σώπασαν
Φυγαδεύουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους στην ίδια τους της απουσία
Με βάζω απέναντι να μου κλέψω ανάσες
σκέφτομαι πάλι δυνατά, τρομάζω
Λυγίζω τα γόνατα κοντά στο στέρνο, να ακουμπήσω τον χτύπο μου
Την επόμενη φορά που θα σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον, να φοράμε στις λέξεις σιγαστήρες
με τύλιξε ένας λυγμός, κρυώνω
Η ανάγκη μιας άμυνας, να με ξεχάσω να μη με θυμηθώ
δε θα κοιμηθούμε απόψε
Να κλειδωθούμε μέσα σε μια στιγμή επινοώντας τους εαυτούς μας
"Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα''
Εκπνέω 

Επισκέψεις

Αναγνώστες