φθίνουσα ησυχία εγγενής αδυναμία
κυκλοφορούν εκεί έξω με μια θλίψη στην πλάτη
έχοντας για κρυψώνα αυτή κάτω από το δέρμα τους
με χαμόγελα κρυμμένα μέσα από τα δόντια τρώγοντας την σάρκα της χαράς
δαγκώνουν θαυμαστικά και επιφωνήματα σε ότι όμορφο αντικρίζουν
"κάνε λίγο τον άνθρωπο να δω αν αντέχω"
μουγκρίζουμε παλεύοντας με την σκιά μας
προαυλίζεται ο χειμώνας και ακούγεται ένας ρόγχος
πονάνε οι κλειδώσεις μου από το εγώ σου
τα απογεύματα έχω κενά μνήμης
μα τα βράδια μέσα μου μακελειό
έναστρες πνοές σχηματίζοντας κλιμάκωση Κολμογκοροφ στο ταβάνι
τις νύχτες πατάω το κουμπί της αναβολής
έχοντας ριζωμένο στον αυχένα το "διάφανες αυλαίες" του Εμπειρίκου
όταν με τσαλακώνουν άνθρωποι μεταμορφώνομαι σε κομφετί
καπνίζοντας την θλιβερή αυτογνωσία των ορίων μας
η μεγαλύτερη ποινή της εθελούσιας απουσίας τα πολύτιμα συναισθήματα του ασυνείδητου
με ότι εύθραυστο κυκλοφορεί στις φλέβες μας,
κάποια μέρα θα εξημερώσουμε τους ανθρώπους.
Νοητά*
ο κόσμος να είχε ήχο πιάνου, αναπνέοντας σε μια χούφτα, έχοντας άρωμα μανταρινιού
οι ήχοι που ντύνει τις ταινίες ο Κισλόφσκι και οι άνθρωποι ασπρόμαυρoι
πράξη ζωής: δύο μείον ένα ίσον μηδέν
ο ουρανός επαίτης αλκοολικός, μας χαρακώνει με ελπίδες
τρομάζω, μας κατάλαβα,
αντέχουμε να φτάσουμε στον δαίμονα και στον θεό την ίδια στιγμή με ένα πρόσωπο
αυτόχειρες με τις σκανδάλες του Καρυωτάκη και αυτόχειρες με τα θραύσματα στο μέρος της καρδιάς
το μεγαλύτερο φονικό όπλο είναι ο άνθρωπος, μας τελειώσαμε, χώμα νερό ταυτοπροσωπία.
Στους τοίχους του κόσμου θα ζωγράφιζα
-επανάσταση μάγκα είναι η αποκαθήλωση του -εγώ-
εσωτερική εξέγερση του Ιούδα, του προδότη και του προδομένου