Έχω κρυφτεί σε ένα συρτάρι με τα αυτονόητα, αυτό που ψάχνουνε στιγμές στο πλήθος, εγώ πάλι απόλυτα αντικοινωνική. Την λέξη συρματόπλεγμα που να βάλω, στο βλέμμα, στον Οκτώβρη, στο στέρνο. Έχω γράψει στην παλάμη μου πριν βγω στους δρόμους ~όλα ένα απέραντο
αφυπνισμένο πράγμα~ του Κερουάκ, έτσι, για την ψευδαίσθηση εαυτού.
Aυτό που μπλέκω την άρνηση σε σύννεφα να απολογούνται σε ορίζοντες ξεχασμένους, όπως τα μπερδεμένα μου λόγια, σκέψεις και χαρτιά μαζί με καραμέλες, τα σπασμένα μου γυαλιά και τα βυνίλια του Cave να εκλιπαρούν στις τόσες στροφές.
Aυτό που μπλέκω την άρνηση σε σύννεφα να απολογούνται σε ορίζοντες ξεχασμένους, όπως τα μπερδεμένα μου λόγια, σκέψεις και χαρτιά μαζί με καραμέλες, τα σπασμένα μου γυαλιά και τα βυνίλια του Cave να εκλιπαρούν στις τόσες στροφές.
Δύσκολη
μέρα και με έπιασε παλιμπαιδισμός, αρνούμαι για λίγο να συννεφιάσω, στις
τσέπες μου έχω κρυμμένα ποιήματα και η ανάσα μυρίζει μανταρίνι. Μη μου
σκαλίζεις τα σύννεφα, βρίσκονται σε άρνηση, ξύπνησα με εκείνη την αίσθηση "επιστροφής'', μα προορισμό δεν ξέρω.
Να γεμίσουμε χάρτες τους
δρόμους, να φύγουμε σ' ένα νησί τώρα που χειμωνιάζει, να γίνει το
λιμάνι άνθρωπος και η θάλασσα αγάπη.