violetas y apatía

Γέμισε η πόλη κήπους ερειπιων, στενά λεπρών,  γωνιές που ρήμαξαν χαρές,
σκουπίδια αποφάγια της  εποχής και η ζωη αδύναμη σε κλειστά παράθυρα περιφέρεται
καταπίνοντας φόβους συναρμολογοντας φωτιές στο ικριωμα που τρέμει το
φυλοκάρδι μιας πεταλούδας
εκεί που ανασαίνει το
εξεγερμένο χαδι ενός τρελού
ανοίγοντας το στόμα ουρλιάζοντας γκρεμούς  σπάζοντας τα πέτρινα ντουβάρια των ανθρώπων, καίγοντας κελιά ναυαγισμένα
κορδόνια λυμένα
να τα δέσω θα θελα στο λαιμό του κόσμου, δεσμά στα δαντελωτα σαγόνια του θεριού
ξέχασα το μάτι της κουζίνας αναμμένο
θυμήθηκα πως ο κόσμος ξέχασε να καίγεται
με αλκοόλ στο μπαλκόνι δεν θα θυμηθούμε δεν θα ξεχάσουμε μονάχα θα αδιαφορήσουμε
ο κόσμος ξέχασε να καίγεται
στη τζούρα που κατεβάζω βιαστικά μέσα μου και στροβιλίζονται όλα στο σχήμα της σκιάς μου
ακαθόριστα ανυπάκουα σιωπηλά
κανένα ξέσπασμα και οι κυψελίδες αδειάζουν σχεδόν με έναν γαμημένο λυρισμό
βιολέτες και απάθεια

Επισκέψεις

Αναγνώστες