Μάρτης του είκοσι

δεν ανταλλάσσει βλέμμα ο καιρός με κανέναν
αθωώνεται η στιγμή μιας μεγάλης ησυχίας στο επόμενο φευγιό σε κάποιο λιμάνι, μακελεύοντας γενναιόψυχα τον κομπο στον λαιμό μιας ήττας
παραχωρώντας πίστωση μιας γελασμένης μνήμης σε ένα μοτίβο του Καντινσκι μας κοίταξα,
λιθοβολισμός με χρώμα μαβί στο ηλιοβασίλεμα που χάθηκε
σε μια χούφτα βιολέτες
ημέρεψα,
έβγαλε ο φωταγωγός ανάσες και στα πεζούλια κρεμάστηκαν ψυχές,
οι φίλοι θυμήθηκαν και ήπιαν δυο λησμονιές αίματα και μια υπόσχεση,
στο στενό παρακάτω κάποιος μετρούσε βήματα δίπλα σε μια σκιά και σε θυμήθηκα, με θυμήθηκα
σαν να μη ξέχασα

Επισκέψεις

Αναγνώστες