(το μηδέν αναπνέει)

Το μηδέν αναπνέει
στη στάση που κατουράνε πιωμένοι, δαρμένοι σκύλοι
γυμνές πεταλούδες με ξεριζωμένες ψυχές
αχόρταγα παιδιά με ονειροπαλέματα τέλματα στη πρέζα
αλλόκοτες γκόμενες με σύννεφα στα μάτια
σε λασπόνερα σκάτα βιολογικά υγρά του άφοβου αυτόχειρα που κρεμάει το μέσα του στα τσιγγέλια της αλήθειας του
στο χάδι του "αλήτη" στη γκόμενα που του πουλάει παπάτζα
στο καθαρό βλέμμα που έχει το ρεμάλι δαγκώνοντας την καρδιά του πίνοντας το αίμα του να νιώσει τα ζωτικά σημεία
στη φωτεινή μαρκίζα του σινεμά που πουλάει πορνό για ανέραστους
στο ναυτικό που ξερνάει στεριές σε οδους δίχως κυμα
στον ονειροπόλο με το ξεγοφιασμένο συναίσθημα που του ρήμαξε το θηρίο
στη σιγή ασυρμάτου ενός μοναχικού παλιάτσου που αυτοκτονεί κάθε τέταρτο στον διερχόμενο συρμό
στον φόνο του ερωτευμένου ενδόμυχα από τη γροθιά στο στομάχι
στο μολύβι της τύπισσας που γράφει ποιήματα στα παγκάκια
στον ποιητή που τινάζει τα μυαλά του στον τοίχο σε κάθε λέξη και έχει ξεχάσει να κλαίει
στο σύνθημα του δρόμου με πειραγμένη την περονη
το μηδέν αναπνέει γίνεται άπειρο την στιγμή που το κέντρο βάρους του κόσμου σνιφαρει 21 γραμμάρια χωρίς τον φόβο της αποκαθήλωσης εαυτού
το μηδέν αναπνέει εκεί που η αγάπη θρυμματιζει άστρα χωρίς ντροπή
στο τρύπιο κόκκινο φούτερ που φοράς
στο μακελειό που φτύνουμε στις πληγές μας


Επισκέψεις

Αναγνώστες