βράδιαζει σου κλέβω ανάσες.
το οξυγόνο τους απoμυζούν οι πνεύμονές μου,
σαν μισοπεθαμένα θηράματα

βραδιάζει σου κλέβω σφυγμούς.
αγόγγυστα
στέλνοντας χορηγό ζωής το αίμα που μου απομένει,
στα πιο απόκρυφα σκοτάδια του κορμιού

λικνίσμα ως την άκρη του ορίζοντα και πάλι πίσω,
συναντάς μια θάλασσα

να γίνεσαι βροχή

ψάχνεις να ξεφύγεις απ' το κεκτημένο
εκεινο του χρόνου
το γκρι μισοφόρι

αποπαίρνεις το λευκό και το γαλάζιο
σε βουβες εξάρσεις
παντομιμες
ακούσιοι νευρώνες
που φτύνουν πληρότητα










Επισκέψεις

Αναγνώστες