C3H5N3O9

Μας ξεπερνάνε οι άνθρωποι, μας ξεπερνάνε σαν να είναι δρόμοι , προχωράω στο στενό της Κατινάρας με 5 βαθμούς και προσπαθώ να ανακτήσω δάχτυλα και μυαλό, αυτή η πόλη μου καταπίνει τις ανάσες χρόνια τώρα, αν με ρωτάς που ενηλικιώθηκα θα σου πω κάπου στο ύψος Σόνια απέναντι σε ένα ισόγειο Καβάσιλα και Αγαθίου γωνία ,με χαραγμένο στους πνεύμονες του ένα σύνθημα παλιακό μα επίκαιρο Λευτεριά στον Μαζιώτη.
Σαν μητρώο οδός και αριθμός μου προσδιορίζει ταυτότητα και βήμα . Κατεβαίνω προς στην παραλία και αλλάζει ο αέρας, η άσφαλτος γίνεται πλακόστρωτο με αρμούς σαν πληγές χρόνων η βοή των οχημάτων σωπαίνει και παίρνει σειρά ο παφλασμός, ο αέρας και τα καικια, όλα μαζί κρατάνε τα ακόρντα του λιμανιού.
Ανοίγει το βλέμμα και νιώθω στις φλέβες μου την κατάληψη μια λησμονιάς, πιο εκεί το μικρό νησί, η τελευταία φόρα που είδα εκείνον, στην ησυχία των στίχων του να κάνει πρόβα με ένα χαμόγελο βαθύ, χυμό πορτοκάλι με ένα γκρι πουλόβερ και πάντα συνάμα του αυτό το φως, έτσι μοιάζουν οι διάφανοι, σκιές γεμάτες φως άγονες γραμμές , μοναχικοί φάροι,  καράβια που αντιστέκονται και ας αναπνέουν βυθό.
Πεισματικά ενάντια σε καιρούς και ρότα σχεδιάζω στο μυαλό μου λιμάνια και διάφανους ανθρώπους που εκπνέουν κρίνα .
Σε εκείνο το ισόγειο της Αγαθίου όπου τριγύρω μύριζε στουπί, θυμό, αναβρασμό, δύναμη , αντοχές και  βλέμματα λεύτερα, ήμουν δεν ήμουν δεκαεφτά και τα ανέπνεα όλα σε κάθε διαδρομή.
Ένα βράδυ στις τελευταίες τζούρες στριφτού στο παράθυρο της Καβάσιλα λίγα μέτρα από τον δρόμο προσπαθώντας ν΄αρνηθώ τον σφυγμό του τσιμέντου είδα το πρώτο πεφτάστερο, φωνές κυνηγητό ένα σπρέι στο χέρι και δυο ορθάνοιχτα μάτια πυγολαμπίδες τον είχαν σακατέψει στο ξύλο στο παραπάνω στενό χωμένος σε ένα μαύρο μπουφάν, με ματωμένα μούτρα, προσπαθούσε να χωθεί στο απέναντι υπόγειο του ψιθυρίζω συνωμοτικά και πηδάει μέσα δεν ρώτησα τίποτα τον άφησα να γιάνει από την ανδρεναλίνη της δικής του επανάστασης, λιγομίλητος ψέλλισε ένα όνομα χαμογέλασε και έφυγε από το ίδιο παράθυρο, για έναν χρόνο έβρισκα κάθε πρωί σε εκείνο το παράθυρο μια χούφτα καραμέλες και τους μήνες της Άνοιξης κλωνάρια νερατζιάς.
Τα χνώτα των επαναστατημένων ανθρώπων μυρίζουν νεράτζι και η σκιά τους ευωδιάζει άρνηση . 

Επισκέψεις

Αναγνώστες