εμβύθιση

παράθυρο της προσμονής των χεριών, ελλείμματα
φιμωμένοι, γίναμε με τα χρόνια εκπνοές
στην καταβύθιση μιας πόλης,
τραυλίζει το βλέμμα σε ήχους
που κάνουν οι αέρηδες μιας λησμονιάς
εκείνης... που εκρήγνυται στα σπλάχνα μιας σιωπής
στις ικεσίες των απωλεσθέντων,
εκείνων... που βυθίζονται ενδόμυχα

σκαρφαλώνοντας στους τοίχους της ψυχής
βυθός και ναυάγιο και οι δυο μαζί
με τα χείλη σφιγμένα σε όσα δεν άγγιξε η σκιά μας
σε όσα θα πνιγεί το κύμα στο στέρνο
ηλιοβασίλεμα οι άνθρωποι δύουν μέσα μας ή μας καταπίνουν
γιατί η γεωμετρία αυτής της πόλης είναι οι ανάσες των μοναχικών 
στο παράθυρο του χρόνου εκεί που ζυγίζει η ματαιότητα την στιγμή
εκεί όπου ελευθερώνεται ο χρόνος
το ξημέρωμα γυρίζω τα ρολόγια μας ώρες πίσω
στο λευκό της πλάτης χαρτογραφώντας σημάδια
ματώνει ο ήλιος φωτίζοντας την σάρκα μας
σπονδυλική στήλη σαξόφωνο, βραχνιασμένη ανάσα
δρόμοι ιδρωμένοι τσιμέντα μυρίζουν βροχή
όπως μυρίζουν τα μάτια
λες και η ασπόνδυλη μελαγχολία γεννήθηκε χθες
σε εκείνο το αποτύπωμα των χειλιών 
να πάμε να ξεχειμωνιάσουμε σε εκείνο το απόκοσμο
πέτρινο φάντασμα που το τρώει η αλμύρα
οι άνθρωποι κάνουν φασαρία
μετρώντας τις διχάλες των πλευρών μου
αλλάζοντας ανάσες, μας έχει λείψει η αφορμή
εξουσιάζοντας οι απουσίες τις φλέβες μας
και ο επαναπροσδιορισμός γίνεται άνθρωπος

Επισκέψεις

Αναγνώστες