9712

Δεν γράφω πια συχνά, με αποδυναμώνουν οι λέξεις ή τις αποδυναμώνω εγώ. Η καλύτερη ώρα της ημέρας είναι όταν πνίγω με νερό το μπαλκόνι και φλυαρεί το απόγευμα καρφωμένο στο ηλιοβασίλεμα, κάποτε στα βιβλία το γράφανε απόγιομα, κάποτε οι άνθρωποι μοιάζανε με στιγμές. Με ρώτησε ένα πιτσιρίκι "γιατί τα χαμόγελα μας είναι μωβ". "Δεν αναπνέουμε" απάντησα, τα χαμόγελα είχαν χρώματα, δεν θυμάμαι.
Βρεγμένοι αρμοί, χνάρια νωπά προδίδουν την διαδρομή μου μέσα στο σπίτι, μασουλάω παγάκια κλείνω πεισματικά τις ειδήσεις. Με Joy Division στρίβω καπνό, λίγο ακόμα και αντέχουμε μου λέω, ο Άρης από το πάνω μπαλκόνι γαυγίζει συνομωτικά, η λουίζα στην γλάστρα μεγάλωσε επικίνδυνα. Έχει χρόνια που όταν ξαπλώνω, απέναντι μου, υπάρχει ένα κόκκινο φωτάκι, είναι μέρες που ανάβει και άλλες που χάνεται, το έχω συνδέσει με την αϋπνία μου.
Μας μετράει τούτο εδώ το καλοκαίρι, μας ξεσκαρτάρει έναν-έναν, εμάς και την σκιά μας, άλλοι ψήλωσαν και άλλοι γίναν τόσοι δα. Ζύγισα στην παλάμη μου την στιγμή σαν θάλασσα, το μόνο που έχω είσαι εσύ, για τον καθένα μας το "εσύ" ανήκει κάπου, για εμένα ανήκει σε νησί που κουβαλώ σφηνωμένο ανάμεσα στα πλευρά μου, στο στέρνο, στην σάρκα μου. Ένα νησί που δεν πήγα ποτέ.
Αν μετρούσα τα ζωντανά μου κύτταρα θα ήταν 9712.

Επισκέψεις

Αναγνώστες