Ο Στέφανος

έχω δει θολή ματιά σε ξάστερο βλέμμα, μ' ένα σύμπαν αλλιώτικο κρυμμένο στη ματιά.
μέρα άχαρη χαμένη στα επείγοντα, επίπονη βάρδια και μύριζε λάθος εποχή.
στις δύσκολες βάρδιες απλά δεν κοιτάς ρολόγια, μόνο φοβάσαι για το πόσες απώλειες ίσως μετρήσεις και σήμερα ο χρόνος μοιάζει αστείος, το συναίσθημα προσπαθείς να το εξαφανίσεις
τα πρόσωπα όλων μας αλλάζουν κλεψύδρες, λευκές κόλλες κενές.
δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το παράξενο πρόσωπο κατάχλωμο με φακίδες, μάτια γεμάτα λαβύρινθους τρομαγμένα μα και σίγουρα ταυτόχρονα, δεν άντεχες να τα κοιτάζεις ώρα.
μια σκιά και ένας ήλιος συνάμα, τον φέρανε και κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί.
σ' ένα παλτό τυλιγμένος, σαστισμένος από τους ανθρώπους και ο νους του μια φυγή.
δεν έβγαζε λέξη μόνο χαμογελούσε, τα χέρια του διπλωμένα κλαριά, αγκάλιαζε τον εαυτό του.
ένα πακέτο καπνό και τον Καραγάτση μέσα στις χούφτες του.
έσκισε μια σελίδα την έβαλε στα χείλη, την φίλησε, άνοιξε το στόμα την μάσησε και την κατάπιε,
έμεινα να τον κοιτάζω δεν βγάλαμε άχνα, μας κοιτούσε κατάματα και έτρωγε σελίδες του Καραγάτση.
δεν ήθελε να τον αγγίζουν έμοιαζε να μην έχει ακοή, να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη.
με κοίταζε στα μάτια, γονάτισα, μου έπιασε τα χέρια και χαμογελούσε, του είχε κάνει εντύπωση το άσπρο μου δέρμα, με ρώτησε αν κρυώνω.
τον ρώτησα γιατί τρώει τις σελίδες από το βιβλίο, μου απάντησε πώς μόνο έτσι μπορεί να μιλήσει με κάποιον, καταπίνοντας λέξεις, έτσι κάνει διάλογο τρώγοντας τις σκέψεις του συγγραφέα
 -τρώω όσες λέξεις δεν μπορώ να πω πια-
σκοτείνιασε, μαζεύτηκε στην γωνιά του εαυτού του και έγινε πάλι φυγή.
μια θηλιά κρέμονταν στο δωμάτιο, αόρατη μα περασμένη στον λαιμό μου, τα χέρια μου γίναν  γροθιές ασυναίσθητα και ξαφνικά έψαχνα κρυψώνα, την κρυψώνα του Στέφανου μέσα στις μασημένες του λέξεις, μια ασπόνδυλη σιωπή με κουβαλούσε δεν είχα λέξεις πια και εγώ,
είχα δει την θλίψη με ανθρώπινη μορφή να αναπνέει εκπνέοντας ήλιο.
 




Επισκέψεις

Αναγνώστες